μωραΐτικος

μωραΐτικος
-η, -ο
βλ. μοραΐτικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοραΐτικος — και μωραΐτικος, η, ο [Μοραΐτης / Μωραΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μοριά, δηλ. στην Πελοπόννησο 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Πελοπόννησο. επίρρ... μοραΐτικα και μωραΐτικα με τρόπο που ταιριάζει σε Μοραΐτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”